- μπαγλαρώνω
- μπαγλαρώνω, μπαγλάρωσα, μπαγλαρωμένος βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπαγλαρώνω — 1. δένω κάποιον καλά 2. (κατ επέκτ.) συλλαμβάνω, φυλακίζω 3. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bağladim, αόρ. τού bağlamak «δένω» αντί τού μπαγλαντίζω, κατά τα γραπώνω, τσακώνω] … Dictionary of Greek
μπαγλαρώνω — μπαγλάρωσα, μπαγλαρώθηκα, μπαγλαρωμένος (λ. τουρκ.) 1. δένω, συλλαμβάνω: Μπαγλάρωσε τους κλέφτες. 2. αιχμαλωτίζω, δέρνω, ξυλοκοπώ: Τους μπαγλάρωσαν με λουριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγλάρωμα — το [μπαγλαρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαγλαρώνω, δέσιμο, σύλληψη 2. μτφ. ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek